- σπερμαβολώ
- -έω, Αβλ. σπερμοβολώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπερμοβολία — και σπερμοβολεία και σπερμαβολία, ἡ, Μ [σπερμοβολῶ / σπερμαβολῶ] η σπορά αγρού … Dictionary of Greek
σπερμοβολώ — και σπερμαβολῶ, έω, Α [σπερμοβόλος] ρίχνω τον σπόρο στο χωράφι … Dictionary of Greek